- κότερο
- Μικρό σκάφος που χρησιμοποιείται συνήθως για ταξίδια αναψυχής. Βλ. λ. θαλαμηγός.
* * *τοιδιωτικό σκάφος για ταξίδια αναψυχής που κινείται με ιστία ή με μηχανή ή και με τους δύο τρόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cotero < αγγλ. cutter < μσν. αγγλ. cutter < μσν. αγγλ. ρ. cutten «κόβω»].
Dictionary of Greek. 2013.