κότερο

κότερο
Μικρό σκάφος που χρησιμοποιείται συνήθως για ταξίδια αναψυχής. Βλ. λ. θαλαμηγός.
* * *
το
ιδιωτικό σκάφος για ταξίδια αναψυχής που κινείται με ιστία ή με μηχανή ή και με τους δύο τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cotero < αγγλ. cutter < μσν. αγγλ. cutter < μσν. αγγλ. ρ. cutten «κόβω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοτερό — Μικρό σκάφος που χρησιμοποιείται συνήθως για ταξίδια αναψυχής. Βλ. λ. θαλαμηγός. * * * το συν. στον πληθ. το σύνολο τών πουλερικών, τα πουλερικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότα + κατάλ. ερό (πρβλ. καματ ερό)] …   Dictionary of Greek

  • κότερο — το (λ. ιταλ.) 1. είδος ελαφρού ιστιοφόρου κατάλληλου για ιστιοπλοϊκούς αγώνες. 2. μικρό ιδιωτικό πλοίο κατάλληλο για εκδρομές, γιοτ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοττερό — το βλ. κοτερό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”